Η νουβέλα του Άδραστου Ι 34-45
Ι34. Μετά
την αποχώρηση του Σόλωνα έπεσε πάνω στον Κροίσο βαριά η θεία νέμεση –
εγώ εικάζω επειδή πίστεψε πως είναι ο πιο ευτυχισμένος απ' όλους τους
ανθρώπους. Λοιπόν, μόλις τον πήρε ο ύπνος, του εμφανίστηκε όνειρο που
του αποκάλυπτε την αλήθεια για τις συμφορές που περίμεναν το γιο του. Κι
είχε ο Κροίσος δυο παιδιά, απ' τα οποία το ένα ήταν σακάτικο, κωφάλαλο
δηλαδή, ενώ το άλλο ήταν πρώτος, και με μεγάλη διαφορά, απ' τους
συνομηλίκους του στα πάντα· λεγόταν Άτης. Αυτόν λοιπόν τον Άτη μήνυσε το
όνειρο στον Κροίσο ότι θα τον χάσει, χτυπημένον από σιδερένια αιχμή. Κι
ο Κροίσος, με το που ξύπνησε και το καλομελέτησε, πανικόβλητος από τ'
όνειρο, φροντίζει να παντρέψει το γιο του· κι ενώ ο Άτης συνήθως έμπαινε
επικεφαλής του στρατού των Λυδών, δεν τον έστελνε πια ποτέ σε τέτοια
αποστολή· τ' ακόντια και τα κοντά δόρατα κι όλα τα παρόμοια, που τα
χρησιμοποιούν οι άνθρωποι στον πόλεμο, τα πήρε απ' την αίθουσα των
αντρών και τα στοίβαξε στις αποθήκες, μήπως κανένα απ' αυτά, έτσι όπως
ήταν κρεμασμένο, πέσει πάνω στο γιο του.

Το κυνήγι κάπρου, αγαπητό θέμα της ελληνικής μυθολογίας και των αρχαίων λαών γενικότερα, συνδέεται με τα κατορθώματα ηρώων. Στην εικόνα το κυνήγι του Καλυδωνίου κάπρου, αγγειογραφία, 6ος αι π.Χ. Αρχαιολογικό Μουσείο Φλωρεντίας.
Ι35. Κι
ενώ καταγινόταν με το γάμο του γιου του, φτάνει στις Σάρδεις άντρας
βαριόμοιρος και με χέρια μολεμένα· ήταν Φρύγας την καταγωγή, κι απ' τη
βασιλική γενιά. Λοιπόν αυτός μπήκε στ' ανάκτορα του Κροίσου και
παρακαλούσε να βρει τον εξαγνισμό του σύμφωνα με τα έθιμα του τόπου
τους, και ο Κροίσος τον εξάγνισε· ο τρόπος του εξαγνισμού των Λυδών
είναι παρόμοιος με τον ελληνικό. Κι αφού ο Κροίσος έκανε τα καθιερωμένα,
τον ρωτούσε ποιος ήταν κι από πού, μιλώντας του έτσι: «Άνθρωπέ μου,
ποιος είσαι κι από ποιο μέρος της Φρυγίας ήρθες ικέτης στο παλάτι μου;
Και ποιον άντρα ή γυναίκα σκότωσες;». Κι αυτός του απάντησε: «Βασιλιά
μου, είμαι γιος του Γορδία, του γιου του Μίδα, κι ονομάζομαι Άδραστος·
και βρίσκομαι εδώ αφού σκότωσα τον αδερφό μου χωρίς να το θέλω,
αποδιωγμένος απ' τον πατέρα μου κι ολωσδιόλου απόκληρος». Κι ο Κροίσος
του αποκρίθηκε: «Τυχαίνει να είσαι από γενιά φίλων μου και ήρθες σε
φίλους, όπου, μένοντας στο σπίτι μας, δε θα σου λείψει τίποτε. Κι όσο
πιο ελαφρά θα πάρεις τη συμφορά σου, τόσο το κέρδος σου θα είναι
μεγαλύτερο».
Ι36.
Λοιπόν αυτός κατέλυσε στο παλάτι του Κροίσου και τον ίδιο αυτό καιρό
παρουσιάζεται στον Όλυμπο της Μυσίας ένας κάπρος, μεγάλο κακό· κι
εξορμώντας αυτός απ' αυτό το βουνό ρήμαζε τα σπαρτά των Μυσών, και
πολλές φορές οι Μυσοί βγήκαν να τον χτυπήσουν, αλλά δεν του έκαναν
κανένα κακό, αντίθετα κακοπάθαιναν απ' αυτόν. Τέλος, πήγαν στον Κροίσο
αγγελιοφόροι των Μυσών και του έλεγαν τα εξής: «Βασιλιά, κάπρος, κακό
πολύ μεγάλο, κατέβηκε στη χώρα μας, που ρημάζει τα σπαρτά μας. Και τι
δεν κάναμε για να τον χαλάσουμε, αλλά δεν τα καταφέρνουμε. Τώρα λοιπόν
σε παρακαλούμε να μας στείλεις το γιο σου με διαλεχτά παλικάρια και με
σκυλιά, για να τον αποδιώξουμε απ' τα μέρη μας». Εκείνοι λοιπόν αυτά του
ζητούσαν, αλλά ο Κροίσος, καθώς δεν ξεχνούσε τα λόγια του ονείρου, τους
απάντησε: «Τον γιο μου ξεχάστε τον τώρα· γιατί αποκλείεται να σας τον
στείλω· νιόπαντρος είναι και τώρα δεν αδειάζει για τίποτε άλλο. Θα σας
στείλω όμως διαλεχτούς Λυδούς μαζί μ' όλα τα κυνηγόσκυλα και θα προστάξω
σ' αυτούς που θα σας έρθουν να δείξουν τον πιο μεγάλο ζήλο, για ν'
απαλλάξουν μαζί σας τον τόπο σας απ' το θηρίο».
Ι37.
Αυτή ήταν η απάντησή του. Οι Μυσοί έδειξαν ικανοποιημένοι απ' αυτήν,
όταν μπαίνει μέσα ο γιος του Κροίσου, που είχε ακούσει το αίτημα των
Μυσών. Και, καθώς ο Κροίσος αρνήθηκε να στείλει το γιο του μαζί τους,
του λέει ο νεαρός τα εξής: «Πατέρα, ως χτες και προχτές το πιο ωραίο και
το πιο ταιριαστό στην αρχοντιά μας ήταν να πηγαίνουμε συχνά σε πολέμους
και σε κυνήγια και να κερδίζουμε δόξα. Τώρα όμως με κρατάς μακριά κι
από το ένα κι από το άλλο, χωρίς να διαπιστώσεις κάποια δειλία ή
διστακτικότητα απ' τη μεριά μου. Και τώρα με τι πρόσωπο μπορώ να πηγαίνω
απ' το σπίτι στην αγορά και να γυρνώ απ' την αγορά στο σπίτι; Ποια
εντύπωση θα δώσω στους συμπολίτες μου και ποια στη νιόπαντρη γυναίκα
μου; Με τι λογής άντρα θα πιστέψει εκείνη ότι συζεί; Λοιπόν, άφησέ με να
πάω στο κυνήγι ή φέρε επιχειρήματα να με πείσεις πως για μένα είναι
καλύτερο τα πράγματα να γίνονται όπως αποφάσισες».
Ι38. Ο
Κροίσος του αποκρίθηκε: «Όχι, γιε μου, ούτε δειλία ούτε κάτι άλλο που δε
σε τιμά έπεσε στην αντίληψή μου για να ενεργήσω έτσι, αλλά μια οπτασία
στ' όνειρο που στάθηκε πάνω απ' το κεφάλι μου μου είπε ότι οι μέρες σου
θα είναι λιγοστές, γιατί θα σκοτωθείς από σιδερένια αιχμή. Λοιπόν αυτό
τ' όνειρο μ' έκανε κι αυτόν το γάμο σου να τον κάνω βιαστικά και να μη
σε στέλνω σ' επιχειρήσεις, και μια είναι η έγνοια μου, να βρω τον τρόπο,
όσο ζω, να σε κλέβω απ' τα χέρια του θανάτου· γιατί έτσι το 'φερε η
τύχη, να σ' έχω μοναχοπαίδι· γιατί τον άλλο, σακάτης καθώς είναι, λέω
πως δεν τον έχω».
Ι39. Κι ο
νεαρός του δίνει την εξής απάντηση: «Πατέρα, έρχομαι στα λόγια σου,
ύστερ' από τ' όνειρο που είδες, να παίρνεις προστατευτικά μέτρα για
μένα· όμως σε κάτι πέφτεις έξω (κι είναι τ' όνειρο που σε σκοτίζει), που
νιώθω υποχρέωση να σου το πω. Λες πως το όνειρο σου είπε ότι θα πεθάνω
από αιχμή σιδερένια· μα ο κάπρος πού τα βρήκε τα χέρια, πού τη σιδερένια
αιχμή, που σε τρομάζει; Γιατί, αν σου έλεγε ότι είναι να πεθάνω από
δόντι ή από κάτι που μοιάζει με δόντι, μ' όλο σου το δίκιο να έκανες
αυτά που κάνεις· όμως τώρα το είπε, από αιχμή. Απ' τη στιγμή λοιπόν που
δεν έχουμε να κάνουμε πόλεμο με άντρες, άφησέ με να πάω».
Ι40. Του
αποκρίνεται ο Κροίσος: «Γιε μου, βρήκες τρόπο να με νικήσεις με τη
γνώμη που διατύπωσες για το όνειρο· λοιπόν παραδέχομαι ότι νικήθηκα από
σένα· αλλάζω απόφαση και σ' αφήνω να πας στο κυνήγι».
Ι41.
Αυτά είπε ο Κροίσος και στέλνει να φωνάξουν τον Άδραστο τον Φρύγα, και
μόλις έφτασε, του λέει τα εξής: «Άδραστε, εγώ εσένα, χτυπημένο από πικρή
συμφορά – όχι, δε σου καταλογίζω επαίσχυντη πράξη – σε εξάγνισα και σε
δέχτηκα και σε κρατώ στο σπιτικό μου και πληρώνω όλα σου τα έξοδα· τώρα
λοιπόν, γιατί το καλό που σου έκανα πρώτος σε υποχρεώνει να μου το
ανταποδώσεις – σε παρακαλώ να γίνεις φρουρός του γιου μου που ξεκινά για
κυνήγι, μήπως φανούν στο δρόμο σας τίποτε κακούργοι ληστές για να σας
κάνουν κακό. Κι επιπρόσθετα κι εσύ πρέπει να βαδίσεις σε μέρη όπου θα
δοξαστείς με τα κατορθώματά σου· γιατί αυτό σου το κληροδότησαν οι
πρόγονοί σου και διαθέτεις επίσης σωματική δύναμη».
Ι42.
Αποκρίνεται ο Άδραστος: «Βασιλιά μου, εγώ κάτω από άλλες συνθήκες δε θα
βάδιζα σε τέτοιον αγώνα· γιατί ούτε ταιριάζει ένας, που τον χτύπησε
τέτοια συμφορά, να συντροφεύει συνομήλικούς του ευτυχισμένους, ούτε και
το πολυθέλω, κι έχω πολλούς λόγους να κρατηθώ μακριά· τώρα όμως, επειδή
εσύ με βάζεις να το κάνω και πρέπει να σου κάνω την καρδιά (γιατί έχω
χρέος να σου ανταποδώσω το καλό), είμαι πρόθυμος να τα εκτελέσω αυτά, κι
όσο για τον γιο σου, που με προστάζεις να φρουρήσω, βασίσου στο φρουρό
του και περίμενε να γυρίσει πίσω γερός».
Ι43.
Αυτή την απάντηση έδωσε στον Κροίσο και κατόπι μπήκαν στο δρόμο κι από
δίπλα τους διαλεχτά παλικάρια και σκυλιά. Και φτάνοντας στο βουνό τον
Όλυμπο έψαχναν το θηρίο και, όταν το βρήκαν, το έβαλαν στη μέση κι
έριχναν κατεπάνω του ακόντια. Και τότε ήταν που ο ξένος, να, αυτός που
εξαγνίστηκε από το αίμα που έχυσε και λεγόταν Άδραστος, ρίχνοντας
ακόντιο στον κάπρο δεν τον πετυχαίνει, πετυχαίνει όμως το γιο του
Κροίσου. Λοιπόν αυτός, καθώς δέχτηκε το χτύπημα της αιχμής, εκπλήρωσε τη
ρήση του ονείρου, κι ένας έτρεχε για ν' αναγγείλει στον Κροίσο αυτό που
είχε γίνει. Και φτάνοντας στις Σάρδεις του έφερε τα νέα για τη μάχη και
για το θάνατο του γιου του.
Ι44. Και
ο Κροίσος, μες στον σπαραγμό του για το θάνατο του γιου του οδυρόταν,
κι ο οδυρμός του γινόταν πιο σπαραχτικός, γιατί το γιο του τον σκότωσε ο
άνθρωπος που ο ίδιος τον εξάγνισε. Και μες στον αβάσταχτο πόνο του για
τη συμφορά, επικαλούνταν τον Δία, ως θεό της κάθαρσης, καλώντας τον
μάρτυρα για όσα είχε πάθει από τον ξένο, κι απευθυνόταν στον ίδιο θεό ως
προστάτη της Εστίας και της Φιλίας· της Εστίας, γιατί δέχτηκε στην
εστία του σπιτιού του τον ξένο αγνοώντας ότι έτρεφε τον φονιά του γιου
του, της Φιλίας, γιατί τον έστειλε να συνοδεύσει το γιο του ως φρουρός
κι εκείνος αποδείχτηκε ο πιο θανάσιμος εχθρός.
Ι45. Σε
λίγο έφτασαν κι οι Λυδοί κουβαλώντας τον νεκρό και πίσω τους ερχόταν ο
φονιάς. Στάθηκε όρθιος μπροστά από το πτώμα και μ' απλωμένα χέρια
παράδινε τον εαυτό του στον Κροίσο, προτρέποντάς τον να τον σφάξει πάνω
στο πτώμα, αναφέροντας και την προηγούμενη συμφορά του και ότι, σα να μη
του έφτανε εκείνη, είχε αφανίσει τον άνθρωπο που τον εξάγνισε – τι την
ήθελε πια τη ζωή; Ακούοντας αυτά ο Κροίσος ένιωσε οίκτο για τον Άδραστο,
κι ας τον έδερνε τον ίδιο τόσο μεγάλη συμφορά, και του λέει: «Ξένε,
πήρα από σένα ακέρια την εκδίκηση, μια και καταδικάζεις τον εαυτό σου σε
θάνατο. Όμως δεν είσαι εσύ αίτιος του κακού που με βρήκε – άθελά σου
έγινες όργανο της εκτέλεσής του, τίποτε παραπάνω – αλλά κάποιος θεός,
που και παλιότερα με προειδοποίησε γι' αυτό που μου μελλόταν να πάθω». Ο
Κροίσος λοιπόν έθαψε, όπως του έπρεπε, το γιο του· κι ο Άδραστος, ο
γιος του Γορδία, γιου του Μίδα, αυτός που στάθηκε φονιάς του ίδιου του
του αδελφού και φονιάς του ανθρώπου που τον εξάγνισε, μόλις απλώθηκε
ησυχία γύρω απ' τον τάφο καθώς έφυγε ο κόσμος, συναισθάνθηκε ότι απ'
τους ανθρώπους που γνώρισε ήταν ο πιο βαριοσυμφοριασμένος, σφάζει τον
εαυτό του πάνω στον τύμβο του νεκρού.
Αναδημοσίευση από το βιβλίο:
Σπανάκου, Z. Hροδότου Iστορίες, A′ Γυμνασίου (Mετάφραση: Hλίας Σ. Σπυρόπουλος). ΟΕΔΒ.